Saturday, December 2, 2017

Σάββατο βράδυ

Είναι όλα τόσο ανοργάνωτα.
Γύρω μου υπάρχουν εκδοχές του άλλου κόσμου:
να είμαι ωραίος και οξυδερκής
να είμαι βλάκας και κακάσχημος.

Τα πάντα γύρω μου είναι τόσο ανοργάνωτα.
Τύχη και μοίρα. Τι αδιέξοδο.
Δε ξέρω πια τι μπορεί να συμβεί
και τι είναι απίθανο. Τι θα μπορούσα να ήμουν
και τι είμαι. Πώς μπορώ να περιγράφω τόσο
απερίσκεπτα, τόσο αδιάφορα
μια κατάσταση τόσο σχετική!

Τα πάντα γύρω μου ένα αδιέξοδο.
Πού να πάω και να μην είσαι εσύ;
Πού να πάω και να μην είναι ο άλλος μου εαυτός;
Πού να πάω και νά 'μαι εγώ;
Όπου κι αν πάω πληγώνομαι.

Υποψιάζομαι πως τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη
όταν δημιουργείτο. Τίποτα δε δημιουργήθηκε
δίχως λόγο, δίχως ουσία.
Αλλά έτσι που περιπλέχθηκαν, σ΄αυτήν την τεράστια
έρκηξη των συναισθημάτων
πώς να ξέρω να ξεχωρίζω
τί είναι αληθινό, τι μοναδικό και τι ανώφελο;

Για πες μου, για πες! Με ποια φωτιά πρέπει να πάω
με ποιό διχασμό να ανταπεξέλθω,
με ποιο φιλί ποια απατηλή αφή με ποιο δισταγμό
να μας αγγίξω;
Τίποτα δεν είναι εύκολο και τίποτα δεν ειναι πολύπλοκο.

Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το χάος μας.
Τα πάντα γίνονται χάος και περιστρέφονται,
σαν για να μας εκδικηθούν που απολαμβάνουμε
μιας κάποιας ανώτερης  ιδιαίτερης μεταχείρισης
από το πεπρωμένο.

Όχι, όχι, τίποτα τέτοιο. Καμιάς ιδιαιτέρης μεταχείρισης δε χαίρουμε.
Δε χαίρω. Δε χαίρω για τίποτα. Για τα πάντα λυπάμαι.
Λύπη και στεναγμός! Ένθα ουκ έστι...
ένθα που ένθα.
Λυπούμαι που δεν είμαι αρκετός, λυπούμαι που δε μπορώ
να μας γεμίσω από μια απέραντη χαρά και αγάπη.
Λυπάμαι που ο έρως μου δεν είναι δυνατός, δεν είναι αρκετός
λυπάμαι που διέπομαι από δυνάμεις ανώτερες από μένα
σαν την τύχη και το τυχαίο και την τυχαιότητα.

Ένα χάος. Ένα απόλυτο, άπλυτο χάος οι σκέψεις μου.
Τρέχουν πιο γρήγορα κι από την ικανότητά μου να γράφω.
Πώς να επεξεργαστώ τέτοια ταχύτητα, τέτοια λόγια.
Σ'τα δίνω, σαν μαργαριτάρια, σαν ζαφείρια, σαν ακατέργαστα διαμάντια
και δεν ξέρω την αξία τους,
δεν την κρίνω, δεν την εκτιμώ,
πόσο δύσκολο να εκτιμήσει κανείς την προσπάθεια του,
την απάθειά του και την απώλεια που διέπει όλα αυτά

την απόσταση, την αμυδρή και παραμικρή αιχμή που μας μαστιγώνει
όταν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι έξω από το κουτί
που θέλουμε να δημιουργήσουμε,
πώς να βάλω στα συγκείμενα αυτό που δε θέλω να συγκείται
ομοιόμορφα με τα άλλα; Δεν θά 'ναι ομοιόμορφο,
δε θά 'ναι όμοιο, δε θά 'ναι κάν όμορφο.
Και τί είναι όμορφο;

Όταν πονώ τίποτα δεν είναι όμορφο. Όταν υποφέρω
δεν έχει σημασία η ποίηση, ούτε αν τα λόγια γράφτηκαν ωραία.
Και τώρα πονώ, τώρα υποφέρω, τώρα δυστυχώ. Δυστυχώς!
Και δεν είναι ατυχία, δεν είναι σχέδιο, δεν είναι προμελετημένο,
είναι απλώς τυχαίο. Δεν έφτεξα, δεν έφτεξες, (ίσως βέβαια να έβαλες κι εσύ
λίγο το χεράκι σου)
αλλά τί σημασία έχουν τώρα όλα αυτά

ο εγκέφαλός μου έχει εμποτιστεί τόσο πολύ
απ'αυτήν την δυστυχία
που νομίζω πως δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει
διχως αυτήν. Πώς να ταξιδέψω μακριά από το νου μου,
πώς να καταφέρω να κρατήσω έξω από μένα εμένα;

Τίποτα δεν είναι οργανωμένο σ'αυτήν την χαώδη
ακαταστασία της αμυαλωσύνης μου. Άμυαλος είμαι. Άμυαλος.
Ένθα ουκ έστι λύπη.
Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.

Κάποια βραδινή μακρινή μουσική παίζει.
Σάββατο κι είμαι μόνος. Θά 'θελα νά 'χα κάποιον φίλο
νά 'μουνα έξω να έπινα να διασκέδαζα να έπαιζα
να ήμουν ευχαριστημένος από τη βραδιά μου.
Να μήν έγραφα αυτά που γράφω. Αλλά τι να κάνουμε.

Σάββατο βράδυ και παγωνιά. Στη γωνία βλέπω δύο άσχετους.
Μέσα στο δωμάτιο μπαίνει λίγο από το φως του φεγγαριού,
λίγο ίσα για να τονίσει την ατονία μου. Κουρτίνες αθόρυβες,
τοίχοι μουντοί και άλαλοι, φοβίες και έχθρες με τα πάντα.

Παγωμένο κουκλόσπιτο, φάτσες απαίσιες, πρόσωπα μάλλον αφιλόξενα,
υποσχέσεις καταταγμένες στο απροσδιόριστο, μια tristesse tristesse
αλληγορική 
κίνηση, ακινησία, φράκτες, φραγμοί
υποκινούμενες αυθαιρεσίες κατά των εποχών,
μετρό, ταξί, τραμ, άντρες, γυναίκες, παιδιά
μια όμορφη, πραγματικά, όμορφη βραδιά.

Πόσο θά 'θελα
να μην ήμουν
τόσο
μόνος.

No comments:

Post a Comment