του Αλέξανδρου Μπάρα
Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!..
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας,
πόσα και πόσα χιλιόμετρα
ανυπομονησίας,
περπατημένα σε δέκα τετραγωνικά!..
Εικοσιτετράωροι αιώνες τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν, να μη θυμάται…
Απεναντίας! Η μνήμη του στον τόπο της!
Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ οι νύχτες, τότε,
οι τόσο φωτεινές…
οι πρώτοι του έρωτες κάτω από τ’ άστρα…
οι θριαμβικές διαδρομές στα μάκρη της ερήμου…
τα χόρτα απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε…
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε…
ο ποταμός που ξεδιψούσε…-που είναι; που είναι;
πόσος καιρός να πέρασε; πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν…
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες τον Παγκόσμιο πόλεμο,
με οικονομίες στις τροφές και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες από τα μάτια του δεν έφυγε,
όσο και αν πέρασαν τα έτη,
δεμένοι μύες στο σώμα του σφικτά
κι ωραία πάντα η χαίτη,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη…
Δεν αγρεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως του ’γινε συνήθεια η σκλαβιά και πως την υποφέρει,
αλλά, μονάχα από συναίσθηση, περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του!
Η Κυριακή σαν έρχεται το ξέρει
-από λεπτή διαίσθηση την έμαθε,
με το συνωστισμό της, με τ’ αναιδή κυνάρια
στων κυριών τις αγκαλιές, που ’ρχονται και γαβγίζουνε
έξω από το κλουβί του, που χαίρονται τον κόσμο,
ενώ διαρκώς πεθαίνει…Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν, να μη θυμάται…
Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ κάτω από τ’ άστρα!..
(κι ω τύχη του τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)
(για την Ίρις)