Friday, November 22, 2013

Συνομιλία στο βάζο

Κι ύστερα πέθαναν όλοι
ακόμα και τα στεφάνια έξω στον κήπο
που είχε φέρει μια νύχτα ο θείος Πολ.
Στο βάζο είχαν μείνει μερικά φιλιά δικά σου
και δεν ήξερα τι να τα κάνω. (Λεκέδες που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν).
Τους ζήτησα τη διεύθυνσή σου να μου πουν
μα αρνήθηκαν κατηγορηματικώς. Εκεί να μείνετε
τ'απείλησα, να μαρανθείτε.
Πως μ' αποκρίθηκαν, τι απανθρωπιές εκ μέρους σου
χθες όλη τη νύχτα τα ζητούσα και τώρα άποτα
ξερά, χωρίς το λάλον ύδωρ τα αφήνω;
Δεν με νοιάζει τους απάντησα, σάστισαν, λιγοψύχησαν.
Τέλος με επιφυλακτικότητα αποκαρδιωμένα μου σύστησαν
την όψη σου. Μπα, είπα, μπαγιάτικα θά 'ναι
τα ψέματα που μου πουλούν, υπαινιγμοί του άλλου κόσμου,
δε γίνεται να έχεις τόσο υπερουράνια μορφή αγγέλου.
Ταρακουνήθηκα ραγδαίως.
Γι' αυτό σας λέω,
σε περίπτωση σεισμού φορέστε
υποδαπέδια χείλη.


Δ.Κ

Tuesday, November 19, 2013

χειρόγραφο

ύστερα μείναμε οι δυό μας
δεν ξέραμε να απορούμε -δεν ξέραμε
καλά-καλά να διαβάζουμε τις ημερομηνίες
1913 μπορεί και 1987 μπορεί και άλλοτε
δεν απορήσαμε που υπήρξαμε
ούτε γιατί τη δεδομένη στιγμή σαν το
τύμπανο ενός αγγέλου ακούγαμε μαζί
τη μελωδία του ήλιου
δεν απορήσαμε πως θα χαθούμε
στην εκρηκτική αιωνιότητα γιατί
και πως θα περάσουν μέρες
-κι ίσως να μην μας θυμηθεί
ποτέ κανείς και για πάντα πλέον
να ξεχαστούμε -
δεν απορούσαμε
μονάχα επιμέναμε στην ίδια φράουλα
του έρωτά μας
δε λογαριάζαμε αν από ενός τσαμπιού
σταφύλι περίσσευε ή χάνονταν
μια ρώγα ποθητή.

δ.κ

Tuesday, November 12, 2013

Αναπότρεπτο

Όλα έδειχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.
Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πίοτερο την ανάμνηση
παρά το ίδιο μας το κορμί. Κι όμως δε θέλαμε να το 
πιστέψουμε, 
επιμέναμε. Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου
με όρκους, δάκρυα, ασέλγειες, κι άλλες τέτοιες υπέροχες
και μάταιες υπερβολές.

Μα όταν εκείνο το βράδυ σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλά
κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω
και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι αδειανό, σαν ένας τάφος
που ζητάει τον νεκρό του, 
και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου, κι εγώ
καταμόναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα, 
έκλαψα, έκλαψα τότε ατέλειωτα, 
καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά, πόσο είχαμε σταθεί για πάντα
ξένοι.


Τάσος Λειβαδίτης