Monday, December 30, 2019

Έκπληξη αφρού

Κι από τα κύματα που ξεπετάχτηκες
ξαφνικά να σε μαρτυρήσω
δε μπόρεσα να προλάβω
ούτε ένα αχ που βγάζουν οι αφροί
λίγο μετά - λίγο αφότου
εμφανιστεί
στα νερά τους
μια τέτοια παρουσία!

Με ρυθμό!

"Πὼς ἤσουνα ἐχθρός μου, δὲν τὸ ἤξερες
οἱ λέξεις σου τὸ εἶπαν."

Κ.Δ

Σε πειράζω.
Μες στα μάτια σου δεν έψαξα ποτέ!
Το παιχνίδι τόχα χάσει προ πολλού...
Εκείνα με διέταξαν
με την ιδέα να επιβιβαστώ
και να σαλπάρω έτσι
μες στους στοχασμούς σου.

Σε πειράζω.
Μες στα μάτια σου δεν έψαξα ποτέ!
Το παιχνίδι τόχα χάσει ήδη αλλιώς.
Εκείνα με διέταξαν
με την ιδέα να επιβιβαστώ
και να σαλπάρω έτσι
με τους ατενισμούς σου.

Saturday, December 21, 2019

κακοσχεδιασμένα πιάνα

τα σύμπαντα ακολουθούν πάντα την αλήθεια
ξέρουν να υποπτεύονται τα μήκη της βαρύγδουπης
αναλήθειας των ασίγουρων
τα καλοκουρδισμένα σύμπαντα ξέρουν να ξεχωρίζουν
το αληθινό από το κάλπικο υστερούν όμως στην ελεγεία:
των συναισθημάτων, των επιπτώσεων, των επιλογών
στα φιλιά των χάνουν και δεν προοδεύουν
ενώ ενώνονται έτσι κι αλλιώς μεταξύ τους οι δυνάμεις
οι βασικοί γαλαξίες κι η πλοηγημένη διακυβέρνηση
τα αντικείμενα υποφέρουν στα τέτοια σύμπαντα
τα καλοκουρδισμένα σύμπαντα χρειάζονται ως θέλουν
για Αρχηγό την ωραία βάρκα,
εκείνη που πλέει στη γαλήνη χωρίς παράθυρα
ή στο τυχαία - νά και το τιμόνι - πώς δεν επηρεαστήκατε
ακόμα;

Χαμοχείλη

...τον έχασε εντελώς, σαν να μην υπήρχε καν.
από την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.
Κ.Π.Κ

Σ' άλλη χείλη όχι, μη μην επιτρέψεις
είναι πρωτίστως ταλαιπωρία για τα δικά σου.
Σκέψου τώρα να πρέπει να ξεστήνεις
- νυχτιάτικα - τέντα που στερέωσες να αγαπάς.
Θάναι χαμένα χείλη, θάναι χαμένη επιστροφή
κόπος άδικος για το φιλί κι εκείνον.
Η ενθύμηση πάει με τη ζεστασιά και το κόκκινο
των κυμάτων.

πλανητικό καραβάνι ή εγκαταλελειμμένος ή καλοκουρδισμένα σύμπαντα ή ψυχηθέλειαή εράσπαγκκο

πλανητικό καραβάνι με ήχους προόδου
στο μαύρο υποταγμένο σα σε κίνηση σωμάτων
διεπομένων από ασαφή κτήρια γαλαξιακά
κτήρια διαγαλαξιακά φωτονεφέλη στον ουρανό
δεν είσαι πληκτικό, όχι δεν είσαι, καθώς επιπλέεις
στην άριστην επιστήμην του ησυχάζειν!
στον πλάγιο τυλίγεσαι, άνεμο του μεσημβρινού
μοιραία υπερκαινοφανές πλανητικό καράβι
ταξιδεύον ταξιδεύον στο χαμένο οδεύον χάος
στο χαμό στην άραχλη του σύμπαντος βουνοκορφή
πενθίμως κι ενδομορφικώς προτάσσον
τα ημίγερα και λυγερά σου μπράτσα
κον αμπαστάντσα
θα σ' ονομάσουνε Συνάρτιο

*

 εγκαταλελειμμένος στην απουσία του κόσμου
υποπτεύων την μοναξιά σου παίρνεις στα χέρια
την βαρδιά καρδιά του ψυχεδελικού ορίζοντα
σαν ήχο τον απλώνεις και γεμίζεις τα ποιήματα
τα σύμπαντα σ' ακολουθούν μαγεμένα, σ' αποκαλούνε
Άρχων. και κτυπάς με μανία εκείνες τις χορδές
που σ' άφησαν να βλέπεις - να γεμίζεις έτσι την αποκάλυψι -
στο πιο κενό κενό παιδάκι πώς περπατάς;
γύρνα πίσω στη μαμά σου πριν να είναι πολύ αργά
πριν αρχίσουν να κτυπούν τα τύμπαντα και τα κακοσχεδιασμένα πιάνα.
αργοσαλεύεις και φεύγεις έτσι μπράβο, υποτάξου,
γιατί έτσι κι αλλιώς είσαι ή δεν είσαι
εγκαταλελειμμένος θα καταλήξεις
έστω κι αν λικνίζεις απίθανα την παρουσία των εποχών

Friday, December 20, 2019

μπετ ντε βόζ

από τα απογεύματα που λυπήθηκα
στο γαλλικό μπαρ θα θυμάμαι περισσότερο
την βαριά μπύρα (μπετ ντε βοζ) και τα γραψίματα
υπό τον αισχρό ήχο του πόσο πολύ σ'αγάπησα
γιατί πήγαινα στο μέρος εκείνο; στη γωνιά
που καθόμουνα το ξύλο μου γίνηκε φόρτος
και το ανήλιαγο υποβλητικό αντάξιο
ενός φοβισμένου κόπου, μιας πληγής λερωμένου ονείρου
άλλα βράδια εκεί θα χαιρόμουν το απόγευμα
εγίνη σαν κροταλίας που μου έσφιγγε το εγώ να βγεις
κι εν τω άμα θα με δάγκωνε μάλιστα την επανάληψη
στης μοναξιάς το φυλλοβόλο παραμίλημα μαθήτευσα
νωχελικός κι ωραίος - νωχελικώς κι ωραίως -
ενώ προσποιήθηκα επιτυχώς τον ήλιο
και τη γλυκιά του άκρη
σα φανταχτερό δακτυλίδι στο χέρι μιας κουρτίνας
την ανοίγω και μπαίνει η σκουριά την κλείνω
κι ασχημαίνω: όπου πάω με προστατεύει η απάθεια.
στο γαλλικό μπαρ δε στοχάστηκα πολύ,
παρα μόνο σκαρφίστηκα τρόπους για να πονώ καλύτερα
παρα μόνο τρόπους για να πονάω λιγότερο.

Saturday, December 14, 2019

υποτονθορυσμός

που τό 'βαλες στα χείλη
ετούτο το κοχύλι
να πάρεις το κυανό
από τον ωκεανό

να φτιάξεις την αλμύρα
στα χείλη που η Μοίρα
στον άγλυκο αχό
με βάζει μοναχό

φιλώντας το με χάρη
θαλάσσιο κουφάρι
να κλέβεις στο νερό
κοχύλι
κοχύλι θλιβερό!

Δυο χείλη κατακόκκινα

Τόξο αμήχανης καμπύλης
πώς - χωρίς αιδώ - παρουσιάζεσαί μου

για κόκκινο μου υποδύεσαι
πώς είσαι
δε σε βλέπω
όχι, αλλιώς, γλυκά, δε σε βλέπω

μα αν έπρεπε
να ξεχωρίσω
το χαμόγελο
από τα μαθηματικά
θα έπρεπε να σε βάλλω
στο στόμα στα χείλη και στην έκλαμψή μου
έλα έλα έλα...
διεκδικώ σε ναι αλλά.

Tuesday, December 10, 2019

Για τα χείλη

Τα χείλη προμηνύουν το φιλί:
ρεμβάζοντα χείλη ρεμβάζον φιλί
περπερεύοντα χείλη ου ου φιλί

μα
καθώς προπορεύονται οι εντάσεις
καθώς το κόκκινο οξύνεται
ώσπου να γίνει απροσπέλαστο,
ακατανίκητο
κι εν τέλει άκρως ποθητό

τα συνδιαλεγόμενα, εν πολλοίς
συνδιημερεύοντα

ξοδεύουν τόση όση
μετάσταση στα χείλη
μετάσταση στον ιό
και ούτω καθ'εξής

(θα στεναχωριόμουν αφάνταστα
αν δεν μπορούσα να γευστώ
την χάλκινη ηχορύπανση
των άνω σου χειλιών ή το
δεξί-δεξί σου σβέλτο φιλί)
αεροβατώ

Saturday, December 7, 2019

μελέτη

πρώτα άφησαν το κοχύλι να αιμορραγήσει
καλά-καλά μες στα χέρια τους - που ήταν
βρόμικα μεν - αλλά τα είχαν ποτίσει
με φορμολικό ανόνειρο. το κράτησαν εν ολίγοις
εκεί μέχρι να ψοφήσει τα καθάρματα
κι ύστερα του πήραν ό,τι πιο πολύτιμο είχε
τη Θάλασσα!

Λέων Αφρικανικός

του Αλέξανδρου Μπάρα

Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!..
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας,
πόσα και πόσα χιλιόμετρα
ανυπομονησίας,
περπατημένα σε δέκα τετραγωνικά!..
Εικοσιτετράωροι αιώνες τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν, να μη θυμάται…
Απεναντίας! Η μνήμη του στον τόπο της!
Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ οι νύχτες, τότε,
οι τόσο φωτεινές…
οι πρώτοι του έρωτες κάτω από τ’ άστρα…
οι θριαμβικές διαδρομές στα μάκρη της ερήμου…
τα χόρτα απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε…
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε…
ο ποταμός που ξεδιψούσε…-που είναι; που είναι;
πόσος καιρός να πέρασε; πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν…
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες τον Παγκόσμιο πόλεμο,
με οικονομίες στις τροφές και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες από τα μάτια του δεν έφυγε,
όσο και αν πέρασαν τα έτη,
δεμένοι μύες στο σώμα του σφικτά
κι ωραία πάντα η χαίτη,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη…
Δεν αγρεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως του ’γινε συνήθεια η σκλαβιά και πως την υποφέρει,
αλλά, μονάχα από συναίσθηση, περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του!
Η Κυριακή σαν έρχεται το ξέρει
-από λεπτή διαίσθηση την έμαθε,
με το συνωστισμό της, με τ’ αναιδή κυνάρια
στων κυριών τις αγκαλιές, που ’ρχονται και γαβγίζουνε
έξω από το κλουβί του, που χαίρονται τον κόσμο,
ενώ διαρκώς πεθαίνει…Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν, να μη θυμάται…
Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ κάτω από τ’ άστρα!..
(κι ω τύχη του τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)


(για την Ίρις)

Tuesday, December 3, 2019

αμάλγαμα

ανοίγω μια τοπολογία στον επιμορφισμό σου
κι ισομετρώ τα συμπαγή: στη γειτνίαση
της μοναδιαίας σφαίρας που σε περιλαμβάνει
όριζω συνεχή συνάρτηση: σε μεταφέρει
σε χώρο μετρικό, σ' απόσταση μικρότερη
από έψιλον από μένα. θεωρώ μιαν ανισότητα
συγκλίνουσας σειράς που σε εγγίζει.
στα όριά μου επιτρέπω μιαν άπειρη τομή.
έτσι μινορεύω το μέγεθος μιας κλειστότητάς σου

αμάλγαμα

άνοιξαν την πόρτα για να μπει
ο κύριος με την πεθαμένη τίγρη
και τα χιλίων τόνων τριαντάφυλλα.
υποτίθεται η τίγρης θα τα έτρωγε,
θα χωνεύονταν έτσι λουλούδια στο θηρίο.
ο Παρθενώνας δεν άφησε την όμορφη πέψη
κι εκείνος περπάτησε στον ήλιο
σαν κάθε άλλος Σικελός. ύστερα εδώ
πονάει, αλλά σταμάτα να διακόπτεις τον έρωτα,
γιατί τα θηρία αγαπούν και πεθαίνουν
τα άνθη κλείνουν τα βλέφαρα ωχρά
κι η θεα Αθηνά δε μ' άκουσε να τον κρατήσει
ή να τον φέρει ως εν φαντασία και απογνώσει