Saturday, April 16, 2016

Το ψοφάλογο

Μέσα στην οκνηρία κυλούν οι μέρες. Πλήττω, κι όταν πια βαρεθώ να πλήττω, δεν θυμάμαι άλλο παρά να πλήττω. Υψωμένη η αυγή. Πέρασαν τόσες ώρες από την ώρα που έπρεπε να κοιμηθώ. Το θαμπό μπλάβο τ' ουρανού υποκύπτει στον καμβά του εξπρεσσιονιστή ήλιου. "Σαν να μήν ήρθαμε πότε σ' αυτή τη γή, σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία", είπε ο ποιητής. Γι' αυτό ίσως πλήττω, ίσως η πλήξη μου δεν είναι άλλο παρά κατάλοιπο της ανυπαρξίας. Τόσες και τόσες φορές διερωτήθηκα για κείνη την κλειστή πόρτα - πού οδηγεί - στην πίσω αυλή; Γιατί τόσο φως δραπετεύει. Ένα λευκό ρόδο μ' εμποδίζει να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα, όμως μυρίζω άμμο και καμένο σώμα απογεύματος. Λες, νά 'ναι πειρασμός ματιών που δεν αισθάνονται έκπληξη ή χειρότερα μια φρυγανιά από τίποτα; Άτιμο, παλιοτίποτα! Σαν ψοφάλογο με κατάντησες. Κουτσαίνω μια μελαγχολία στη μνήμη. Άχρονο, άχρονο το τελυταίο πέρασμα των αιώνων. Δεν αισθανόμαστε πλέον την πράσινη φυγή των κυττάρων μας. Μόνο ήλιος και έλεος από κούραση. Μας κούρασε η θλίψη της πλήξης. Είναι οργή να μην αισθάνεσαι. Τα φύλλα στα δέντρα μεγαλώνουν στο ρυθμό της μοναξίας μας. Είμαστε τόσο μόνοι. Πιο μόνοι κι από το πρωινό φεγγοβόλημα ενός στιγμιαίου φιλιού. Τσουπ και χάθηκε. Χαθήκαμε, κι ακόμα καλά καλά δεν υπήρξαμε. Είμαστε τόσο λίγοι. Πιο λίγοι κι απο ζάχαρη στην αποξύρανση της σκέψης. Δε σκέφτομαι, πλέον όχι δε σκέφτομαι. Βοήθεια!


δ.κ

No comments:

Post a Comment