Monday, June 23, 2014

Σε λίγο θα έφερνε και τον λογαριασμό.
Δεν υπήρχε λόγος να βιαζόμαστε αλλά εγώ
αισθανόμουν την ανάγκη να φύγουμε. Πριν
από λίγο ο σερβιτόρος μας ζήτησε να αναχωρήσουμε
γιατί λέει μείναμε ώρα εκεί να παίζουμε χαρτιά
και δεν υπήρχε τόπος για να καθήσουν άλλοι.
Όμως εμείς είχαμε παραγγείλει και είχαμε φάει.
Γιατί κύριέ μου να φύγουμε, ήταν δικαίωμά μας.
Όχι δεν το σκέφτηκα, καλύτερα που φύγαμε
γιατί είχα κρυώσει κάτω από το κλιματιστικό.
Έξω έκανε αφόρητη ζέστη η μοναξιά
αλλά ευτυχώς είχα ακόμα τρεις φίλους
για να τους ανάψω σαν τσιγάρο.
Διάρκεια: δέκα λεπτά η ψυχή.
Μη λέω βλακείες ποτέ μου δεν συμπάθησα
τη συντροφιά που κάνω στους άλλους
ίσως επειδή υπάρχει πάντα αυτό το
κάτι άλλο. (Πολύ διαφορετικό
από το εγώ εσύ αυτός).
Εν πάσει περιπτώσει οι διαφορές μας ήταν μεγάλες.
Οι τρεις μεν είμασταν άντρες - σχεδόν αγόρια -
η τέταρτη ήταν κάτι μεταξύ γυναίκας, κόρης, ημίθεας
και αιθέριου ύμνου. Ομολογουμένως δεν ήτανε πανέμορφη
αλλά τα πυρόξανθα χείλη της θα σκαμπανέβαζαν αισθαντικά
τα ιδικά μου. Χείλη με χείλη διαφέρουν.
Οι φίλοι δεν ήσαν αδιάφοροι. Ο ένας ήταν όμορφο παιδί,
μικρότερος από μένα, γόης, τα μαλλιά του κι ο σωματότυπός του
νομίζω τον κάνουν ξεχωριστό.
Ο άλλος ήταν ήσυχος. Προσπάθησα να του μιλήσω δυό τρείς φορές
αλλά περνούσαν κάτι μαλακισμένα σκυλιά όποτε πήγαινα να του μιλήσω
γάβγιζαν μες στα αυτιά μου τόσο δυνατά που προτιμούσα να μην του μιλώ.
Κακώς. Περνούσαμε ωραία έφυγα πρώτος όμως. Ώς συνήθως.
Οι καλοί φεύγουν πρώτοι, εγώ δεν ήμουν ούτε κακός
ούτε πρώτος. Τη νύχτα παίξαμε πάλι χαρτιά, αλκοόλ και τσιγάρο
ήταν στο ράφι της άλλης πόρτας. Δεν υπήρχαν θέλω να πω.
Δεν θα είδατε βέβαια πολλές μπαλκονόπορτες με φτερά και συναισθήματα.
Ούτε κι εγώ. Τώρα θα αναρρωτιέστε τι σας λέω ή τι δεν σας λέω.
Προσπαθώ να ξεδιαλύνω κι εγώ την σκέψη σας, δόστε μου λίγο Κρόνο.
Δεν είμαι μεγάλος, όχι δεν είμαι. Απλά προσπαθώ να αποφεύγω τις ομοιότητες.
Γι' αυτό ήμουν από πάντα τόσο διαφορετικός. Σχεδόν ασυνείδητος.
Λοιπόν, αν θυμάμαι λάθος είχαμε νικήσει. Οπόταν αν θυμάμαι σωστά είχαμε χάσει.
Εγώ ήξερα καλά το παιχνίδι, παιζόταν τότε θυμάμαι με τριαντά δύο χαρτιά
τώρα το παίζουν μόνο με άστρα, το ελάχιστο δέκα χιλιάδες. (Μιλάω για τους μεθύστακες
και τους απεγνωσμένους -εγώ δεν είμαι τίποτα από τα τρία).
Χάσαμε γιατί η φίλη ήταν ολίγον άσχετη. Ήξερε τα βασικά. Δεν θα τις μάθω τίποτα
γιατί βαριέμαι. Μετά αν με νικήσει θα εκνευριστεί το παράδοξο. Η γάτα, α ναί η γάτα.
Πέθανε. Χθες. Στον κήπο. Όχι απλά στον κήπο έτσι σκέτα. Στον διπλανό κήπο. Εκεί
όπου κρέμονται νεκρά κορμιά πεταλούδων και κάποτε σουλατσάρουν και επικίνδυνα
μικροβακτήρια έχθρας. Όχι μεγάλης, ίσα να μας πληγώνει όλους.
Δεν εχθρεύομαι το κόκκινο, απλά δεν μου αρέσει να επεμβαίνει.
Ξεκινήσαμε για το λεωφορείο, εγώ πήγα στη διάβαση οι άλλοι στη στάση.
Είδα τρείς τέσσερεις γνωστούς και καμιά σαρανταπενταριά άγνωστους.
Τελικά η ηλικία του ανθρώπου δεν προσδιορίζεται από τα χρόνια που έζησε
αλλά από τον αριθμό των αγνώστων που δεν συναντά κάθε μέρα.
Κάθε μέρα. Το Καμερούν ήταν μακριά, κι ακόμα είναι αφού ούτε σεισμός έχει γίνει
ούτε αλλάξαμε χώρα. Το Καμερούν είναι πάντα μακριά. Έστω κι αν τώρα
παίζει ποδόσφαιρο στην Βραζιλία, μέ τη Βραζιλία. Λοιπόν τέσσερεις φίλοι
να παίζουν χαρτιά, στην πρωτεύουσα, στην οδό Λήδρας η ώρα δύο το μεσημἐρι
και να γίνονται και ποίημα. Βλακώδες μακροσκελές ποίημα. ΠΟΙΗΜΑ. Πεθαίνω.
Ο Νεϋμάρ είναι μεγάλος παίκτης, έστω κι αν τον σκουντήσαν να παίσει χάμω. ΧΑΜΩ.
Σκόραρε. Οι άλλοι δεν ήρθαν μετά στην προπόνηση με τους γρίλους. Μόνος μου
σφύριζα δέκα ώρες της θάλασσας πού είναι τα καράβια. Χάθηκαν λέει
μια άσχημη κορακίσια φωνή. Όχι δεν είναι ηφαίστειο, στην Κύπρο δεν υπάρχουν ηφαίστεια.
ΟΧΙ. Σας λέω δεν υπάρχουν φυλακές ικανές να με αγαπήσουν. Να με φυλακίσουν.
Θα ήθελα πολύ να φυλακιστώ, είμαι πολύ ελεύθερος να σκέφτομαι
και δε μ' αρέσει, πονάω πολύ. ΠΟΛΥ.
Δεν θα ξαναμιλήσω απόψε. Καληνύχτα.

No comments:

Post a Comment